- εδώλιο(ν)
- το сиденье, скамья;
τα εδώλια της Βουλής — места, скамьи в парламенте;
εδώλιο(ν) του κατηγορουμένου — скамья подсудимых
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
τα εδώλια της Βουλής — места, скамьи в парламенте;
εδώλιο(ν) του κατηγορουμένου — скамья подсудимых
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
εδώλιο — το (Α ἐδώλιον) νεοελλ. 1. έδρα, θρανίο 2. «εδώλιο κατηγορουμένου» το κάθισμα όπου κάθεται ο κατηγορούμενος αρχ. 1. διαμονή, κατοικία 2. τα καθίσματα τών κωπηλατών ή είδος ψηλότερου καταστρώματος στην πρύμνη και την πρώρα 3. ιστοδόκη 4. (στο… … Dictionary of Greek
εδώλιο — το 1. έδρα, θρανίο, έδρανο, πάγκος (γενικά, κάθισμα για δύο ή περισσότερα άτομα): Τα εδώλια της Βουλής. 2. (ναυτ.), τα καθίσματα των κωπηλατών, σέλμα, πάγκος, τουράκι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σελίδα — η / σελίς, ίδος, ΝΜΑ καθεμιά από τις δύο όψεις γραμμένου ή τυπωμένου χαρτιού νεοελλ. 1. ναυτ. το πρόσθετο ζώμα τών λέμβων που βρίσκεται πάνω από την κουπαστή, αλλ. πέλλα 2. στον πληθ. οι σελίδες μτφ. α) ιστορική πράξη, κατόρθωμα («ο στρατός μας… … Dictionary of Greek
συμψέλιον — και συμψέλλιον και συνψέλιον και συψέλιον και σεμσέλλιον και σεμψέλλιον, τὸ, ΜΑ 1. θρανίο, εδώλιο 2. (ο τ. σεμψέλλιον στον πληθ.) τὰ σεμψέλλια εκκλησιαστικά σκεύη. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. subsellium «εδώλιο, θρανίο» (< sub «υπό» + sella «έδρα»)] … Dictionary of Greek
Icaria — For the utopian place, see Étienne Cabet. For the steamship, see SS Ikaria. Ikaria Ικαρία View of Agios Kirykos, Ikaria s capital … Wikipedia
εδωλός — ἑδωλός, ο (Α) λόχος Λακεδαιμονίων. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. εδωλός, που συνδέεται ετυμολογικά με το εδώλιο, μαρτυρείται στη γλώσσα τού Ησυχίου «εδωλός λόχος Λακεδαιμονίων ούτως εκαλείτο»] … Dictionary of Greek
ενίζημα — ἐνίζημα, το (Α) [ενιζάνω] το έπιπλο πάνω στο οποίο κάθεται κανείς, κάθισμα, εδώλιο, έδρα, θώκος … Dictionary of Greek
θεωρητήριον — θεωρητήριον, τὸ (Α) [θεωρώ] κάθισμα, εδώλιο στο θέατρο … Dictionary of Greek
θράνος — θρᾱνος, ὁ (Α) 1. κάθισμα, εδώλιο 2. κάθισμα αποπάτου 3. ξύλινο δοκάρι 4. φρ. «ὁ θράνος τοῡ νεώ» η τοιχοποιία της κορυφής τού ναού. [ΕΤΥΜΟΛ. < ΙΕ ρίζα *dhreә2 «κρατώ, στηρίζω» + επίθημα νο , νυ (για τον παράλληλο τ. θρῆνυς). Συνδέεται με τον… … Dictionary of Greek
θρήνυς — θρῆνυς, ὁ (Α) 1. υποπόδιο 2. η έδρα τών κωπηλατών ή το εδώλιο τού πηδαλιούχου. [ΕΤΥΜΟΛ. Ομηρ. τ. τού θράνος*] … Dictionary of Greek
καθίστρα — η (Α καθίστρα) [καθίζω] νεοελλ. στενόμακρος πάγκος στον οποίο μπορούν να καθήσουν πολλά άτομα αρχ. καθέδρα, έδρα, εδώλιο … Dictionary of Greek